- σχολαστικόν
- σχολαστικόςinclined to easemasc acc sgσχολαστικόςinclined to easeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχολαστικός — ή, ό / σχολαστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια τής Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία») 2 … Dictionary of Greek